Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τιμῆς ἕνεκεν ἢ καὶ π

См. также в других словарях:

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • Νοταράς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Κορινθία. 1. Ανδρίκος. Αδελφός του Σωτήριου (βλ. 5.). Κατά την πολιορκία του Ακροκόρινθου από τους επίσκοπο Δαμαλών Ιωνά, Πετμεζά και Γ. Κριεζή (23 Μαρτίου 1821), πιάστηκε όμηρος και φυλακίστηκε στο φρούριο της… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινίδης, Άρης — (Αθήνα 1913 – 1993). Αρχιτέκτονας. Σπούδασε στο πολυτεχνείο του Μονάχου από το 1931 έως το 1936, όπου ήρθε σε πρώτη επαφή με τα σύγχρονα αρχιτεκτονικά ρεύματα. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1936 και εργάστηκε για μερικά χρόνια στο τμήμα πολεοδομίας του …   Dictionary of Greek

  • Μπρίκνερ, Γιόζεφ Άντον — (Joseph Anton Bruckner, Ανσφέλντεν 1824 – Βιέννη 1896). Αυστριακός συνθέτης. Άρχισε, σύμφωνα με τις προσδοκίες και την παράδοση της οικογενείας του, σπουδές για να γίνει δάσκαλος στοιχειώδους εκπαίδευσης, τελικά όμως αφιερώθηκε στη μουσική,… …   Dictionary of Greek

  • Σαράιγ, Μωρίς Πωλ Εμμανουήλ — (Sarrail). Γάλλος στρατηγός (1856 1929). Το 1900, με το βαθμό του ταγματάρχη διορίστηκε υπασπιστής του στρατηγού Αντρέ, υπουργού των Στρατιωτικών. Από την εποχή αυτή άρχισαν και οι επαφές του με πολιτικούς κύκλους, στις τάξεις των οποίων… …   Dictionary of Greek

  • τίτλος — ο, ΝΜΑ, και τίτυλος Μ, και τίτουλας ΜΑ, και τίτλος, ἡ, Α νεοελλ. μσν. λέξη ή σύντομο κείμενο που δηλώνει το περιεχόμενο ενός συγγράμματος, ενός θεατρικού έργου, ενός κεφαλαίου ή παραγράφου, επικεφαλίδα νεοελλ. 1. ονομασία επιχείρησης, ιδρύματος,… …   Dictionary of Greek

  • Λάνζα, Μάριο — (Mario Lanza, Φιλαδέλφεια 1921 – Ρώμη 1959). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού τραγουδιστή και ηθοποιού Άλφρεντ Άρνολντ Κοκότσα (Alfred Arnold Coccozza). Γιος ενός βετεράνου στρατιωτικού, παρολίγο να ακολουθήσει και ο ίδιος ανάλογη καριέρα,… …   Dictionary of Greek

  • αείσιτοι — Στην αρχαία Αθήνα, διατρέφονταν τιμής ένεκεν στο Πρυτανείο οι πολίτες που είχαν διακριθεί για μεγάλα κατορθώματα, καθώς και οι απόγονοί τους. Α. όμως λέγονταν και οι πρυτάνεις και άλλοι δημόσιοι λειτουργοί που ήταν υποχρεωμένοι να μένουν διαρκώς… …   Dictionary of Greek

  • σίτηση — η / σίτησις ήσεως, ΝΜΑ, και ερετρ. τ. σίτηρις, Α [σιτῶ] η παροχή ή η λήψη τροφής, η διατροφή (α. «έπρεπε να εξασφαλίσει τη σίτηση και τη διαμονή του» β. «τὴν τοιαύτην σίτησιν καὶ δίαιταν», Πλάτ. γ. «οὐκ ἐπὶ σιτήσι σπείρουσι τὸν σῑτον ἀλλ ἐπὶ… …   Dictionary of Greek

  • Κακάνης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από το Δρεπανοχώρι του Ναυπλίου. 1. Αναγνώστης. Λίγα χρόνια πριν από την έκρηξη της Επανάστασης αναγκάστηκε να γίνει κλέφτης, επειδή σκότωσε κάποιον Τούρκο αγά. Οι Τούρκοι, για να τον εκδικηθούν, εξόντωσαν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»